- αρτοσιτία
- ἀρτοσιτία, η (Α) [αρτοσιτώ]το να τρώγει κανείς μόνο ψωμί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτοσιτίη — ἀρτοσιτία feeding on bread fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοσιτίῃσιν — ἀρτοσιτία feeding on bread fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοτροφία — ἀρτοτροφία, η (Α) η αρτοσιτία* … Dictionary of Greek